- στοίχειωμα
- τοτο αποτέλεσμα του στοιχειώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στοίχειωμα — το, Ν [στοιχειώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στοιχειώνω, η μεταμόρφωση σε στοιχειό 2. η εγκατάσταση και διαμονή στοιχειού σε έναν τόπο … Dictionary of Greek
στοιχείωμα — τὸ, ΜΑ [στοιχειῶ] 1. θεμελιώδης, βασική αρχή, τα πρώτα στοιχεία 2. στοιχείο («πρὸς ἁπλᾱ στοιχειώματα καὶ φωνάς», Διογ. Λαέρ.) 3. στον πληθ. τὰ στοιχειώματα τα σημεία τού ζωδιακού κύκλου … Dictionary of Greek
στοιχειώματα — στοιχείωμα elementary neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωποθυσία — Πανάρχαιο έθιμο προσφοράς ανθρώπων στους θεούς. Συνηθιζόταν από τους περισσότερους λαούς και βασιζόταν στις διάφορες δοξασίες και δεισιδαιμονίες τους, και κυρίως στην πίστη τους ότι ο άνθρωπος εξαρτάται από κάποια ανώτερη δύναμη. Οι α. γίνονταν… … Dictionary of Greek
στοίχειωση — η, Ν [στοιχειώνω] το στοίχείωμα … Dictionary of Greek
στοιχειωματικός — ή, όν, ΜΑ [στοιχείωμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σημεία τού ζωδιακού κύκλου 2. (κυρίως το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ στοιχειωματικοί αυτοί που μαντεύουν την τύχη ενός προσώπου κατά τη γέννηση του εξετάζοντας και ερμηνεύοντας τα… … Dictionary of Greek
ՏԱՐՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0859 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 13c ա.գ. στοιχειώδης elementarius, rudis στοιχείωμα elementum. Տարրեղէն. նիւթական. յօդական. եւ Տառակըան. *Տարրական օրէնքն (առ մովսեսիւ): Տարրական անցաւոր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)